Παναγιώτης Δρακόπουλος: Το πνεύμα των Ολυμπιακών και της εκεχειρίας

Σήμερα  στους Ολυμπιακούς  συμμετέχουν αθλη­τές από διάφορες χώρες και φυλές. Το ενδια­φέ­ρον του παγκόσμιου κοινού κερδίζει το θέαμα, η άψογη οργάνωση και η χαρά της νίκης.  Αφού ό­μως εμείς εδώ θέλουμε να μιλήσουμε για το πνεύ­μα των Ολυμπιακών, είναι αναγκαίο να γυρίσουμε το ρολόι μας πίσω, να προσπαθήσουμε να κατα­λά­βουμε το πνεύμα των αρχαίων, των ιδρυτών τους.
Πρώτο και κύριο, λοιπόν, οι αθλητικοί αγώνες δεν υπήρξαν αθλητικοίμε την έννοια που δίνουμε σή­μερα. Όπως και το θέατρο, έτσι και οι αγώνες είχαν θρησκευτική σημασία. 
Οι αγώνες που σήμερα ονομάζουμε αθλητικούς άρχισαν στα παλαιολιθικά χρόνια ως τελετές λευκής μαγείας. Ήταν, δηλαδή, τελετές μίμησης με σκοπό την επανάληψη στην πράξη. Στα σπήλαια Λασκώ, Σωβέ, Αλταμίρα και αλλού,  βλέπουμε ορισμένες βραχο­γραφίες που δείχνουν αναπαράσταση κυνηγιού: οι άνδρες τρέχουν για να
φθάσουν το θήραμα, που δεν είναι άλλο παρά ο ιερέας της φυλής μεταμ­φιεσμένος. Το τρέξιμο του δρόμου δεν ήταν παρά μίμησις του τρεξίματος στο κυνήγι, και γινόταν όχι ως παιχνίδι,  αλλά με σκοπό τη μίμηση  του πραγματικού.
Στις αρχές της νεολιθικής εποχής, 7-9000 χρόνια π.Χ., άλλαξε η θρησκεία και η μυθολογία. Με την είσοδο της γεωργίας η αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο αναδιαμορφώνεται πλήρως. Το πιο ση­μα­ντικό για εμάς εδώ σήμερα είναι ότι ο θάνατος νοείται πλέον ως μέρος μιας εναλλαγής: ζωή και θάνατος συνιστούν έναν ενιαίο κύκλο. Αυτή είναι η βασική διδασκαλία των αρχαίων μυστηρίων.
Η νεολιθική θρησκεία ήταν λατρεία της γονιμό­τητας. Κεντρική θεά ήταν η μητέρα, η μητέρα Γή, η μητέρα των ανθρώπων και των θεών. Στην Ολυμπία λατρευόταν από τους προελληνικούς χρό­­νους η Θεά Μητέρα, η οποία στους Μυκη­ναϊκούς χρόνους ταυτίστηκε με τη Δήμητρα και την Ήρα. Γι αυτό και στην Ολυμπία υπήρχε ναός της Ήρας – όχι ο σωζόμενος αλλά αρχαιότερος. Οι πρώτοι αγώνες ήταν γυναικείοι, τα γνωστά μας Ηραία. Τότε, στους γυναικείους αγώνες, καθιε­ρώθηκε και το στεφάνι από την αγριελιά ως έπαθλο – το στεφάνι αγριελιάς ήταν σύμβολο γονιμότητας, κοινό σύμβολο της Σελήνης και της Γης.
Αφού ο θάνατος ήταν μέρος της ζωής, μαζί με την τελετή προς τον θάνατο, τελούνταν τα θριαμβικά της ζωής. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη κηδεύω σήμαινε ό,τι και σήμερα, ταφή νεκρού, αλλά σήμαινε επίσης και συνάπτω γάμο. Οι αθλητικές διοργανώσεις έχουν όλες στη ρίζα τους ένα θάνατο: στους Ολυμπιακούς ο θάνατος του βασιλιά Οινόμαου και οι αγώνες που προς τιμήν του νεκρού οργάνωσε ο Πέλοπας, στα Ίσθμια ο θάνατος του Μελικέρτη και οι αγώνες που οργάνωσε ο Θησέας, στα Πύθεια ο θάνατος του Πύθωνος που οργάνωσε ο ίδιος ο Απόλλων και επέβαλε η εκάστοτε ιέρεια του ναού του να λέγεται Πυθεία. Τα Νέμεα ήταν αγώνες προς τι­μήν του Αρχέμορου (το όνομα δείχνει τον άρχοντα του θανάτου, του μόρου). Και στον Όμηρο διαβά­ζουμε ότι ο Αχιλλέας οργάνωσε προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου αθλητικούς αγώνες.
Βαθμιαία λοιπόν, ο αθλητισμός συνέχισε τον θρη­σκευ­τικό του χαρακτήρα, αλλά με διαφο­ρετικό σημαινόμενο: τώρα πια οι αγώνες είναι  απάντηση στον θάνατο, είναι ένας ύμνος στη ζωή.
Υπάρχει όμως μια ακόμη διάσταση των αγώνων που θα πρέπει να επισημάνουμε, μια διάσταση πολιτική. Μας το εξηγούν οι ίδιες οι λέξεις. Η λέξη άθλος έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη άθλιος. Αθλέω σήμαινε παλεύω, ταλαιπωρούμαι. Ο αγών έχει την ίδια ρίζα με την αγωνία. Άθλημα ονομα­ζόταν αρχικά το εργαλείο (αυτό με το οποίο εργάζεσαι), και ο γεωργός λεγόταν αθλητής γης. Η απαξιωτική αυτή αναφορά είναι ορα­τή και σε άλλες λέξεις που δείχνουν τον εργά­τη: μοχθηρός (από το μόχθος), πανούργος (= αυτός που κάνει όλες τις δουλειές), βάναυσος (εκ του αύω, αυτός που χρησιμοποιεί τη φωτιά, φούρναρης ή σιδη­ρουργός) κ.ά. Αυτά δείχνουν ότι η άθληση δεν ήταν ιδανικό για έναν αριστοκράτη. Ήταν για την τάξη των χειρονακτών, για εργαζό­μενους. Οπότε, η εκεχειρία (που σημαίνει κρατώ τα χέρια, σταματώ να χρησιμοποιώ τα χέρια) δεν ήταν μόνο πολεμική, αγώνας για την ειρήνη, αλλά επίσης και παύση εργασιών, ήταν μια σχόλη, μια αργία.
Το καθεστώς της ολιγαρχίας όμως έφθασε στο οικονομικό αδιέξοδό του, και ακολούθησε η επο­χή της δημοκρατίας, εποχή όπου οι αριστοκράτες παύουν να ρυθμί­ζουν τις ζωές των ανθρώπων. Η γεωργική προέ­λευση της κοινωνίας δεν διαγρά­φε­ται: συνεχίζει σε καθοριστικές λέξεις, σε όρους, όπως π.χ. οι λέξεις νόμος (από το νομή = βοσκοτόπι), ουσία (= περιουσία), θεσμός(= φράχτης στη γή), αλλά και μοίρα (η γη που σου ανήκει, το μοιράδι), λόγος(= η ξερολιθιά, η τακτοποιημένη στοίβα πε­τρών που σήμαινε όριο ιδιοκτησίας). Ωστόσο, με τη δημοκρατία  κυρίαρχος πια  δεν είναι ο γεωκτήμων αλλά  είναι ο Νόμος, ο κανών δικαίου.
Θα ήταν χρήσιμο εδώ να σταματήσουμε για λίγο. Τι δίδαξε τον Έλληνα ότι το σωστό δεν είναι η βίαιη επιβολή αλλά η επικράτηση του μέσα στα όρια ενός κανόνα;  Τί τον δίδαξε να αντικατα­στή­σει την αυταρχία με τον προσυμφωνημένο κανό­να; Οφείλουμε να δώσουμε μιαν απάντηση σε αυτό, οφείλουμε να καταλάβουμε τι έφερε στην Ελλάδα και μόνον σε αυτήν τη δημοκρατία, ενόσω δίπλα του κυριαρχούσαν οι αυταρχικές μοναρχίες;
Η απάντηση είναι σαφής: οι αγώνες. Όχι οι πολε­μικοί, όχι οι ταξικοί, αλλά οι αθλητικοί. Εκεί όπου ο κάθε αθλητής είναι ένα άτομο, το οποίο προ­σπαθεί μεν να επικρατήσει αλλά σεβόμενο τους κανόνες, όπως ακριβώς κάνουν και οι άλλοι αθλητές.
Αυτή η μετάβαση εξουσίας ορίζει μια μεγάλη στροφή όλου του αρχαίου μας πολιτισμού. Στην πρακτική του διαχω­ρισμού των ανθρώ­πων σύμφωνα με την κοινωνική τους τάξη, αντιτίθεται πλέον η έννοια κοινωνία.  Διαχωρισμός συνεχίζει να υπάρχει, αλλά πλέον αυτός γίνεται μεταξύ ελεύθερου και δούλου, όπως επίσης μετα­ξύ πολίτη και ξένου. Στο αρχαίο λεξιλόγιο προ­­στίθενται πλέον νέες λέξεις, όπως η λέξη κοινω­νία, και μια σειρά λέξεις που την συμπληρώ­νουν, οι οποίες αρχίζουν με το πρόθεμα σύν-: σύλλογος, συνασπισμός, συμμέ­τοχος, συμπόσιο, συνοδός, συναγελάζομαι, και βεβαίως συναθλητής. Την ίδια ώρα, εμφανίζεται η πολιτική: το τί θα κάνει η πόλις δεν αποφασίζεται από έναν τύραννο, αλλά από τους θεσμούς της πολιτείας.
Η κοινωνία δεν είναι το άθροισμα χιλιάδων ανθρώ­πων, αλλά είναι μία σχέση. Μέσα σε αυτή τη σχέ­ση, ο κάθε άνθρωπος είναι σεβαστός. Ο κάθε άνθρωπος μετέχει στη σχέση κοινωνία, αλλά δια­τη­ρεί την ιδιαιτερότητά του, υπερασπίζεται τα συμ­φέ­ροντά του. Έτσι, η κοινωνία είναι μια διαλε­κτική σχέση, μια κατάσταση όπου υπάρχουν δυό δυνάμεις ελκόμενες και ταυτόχρονα αντίθετες: από τη μια η κοινωνία, από την άλλη το άτομο.
Το άτομο, το θριαμβικά νικηφόρο άτομο είναι ο αθλητής. Γι αυτόν τα επινίκια είναι τα ομαδικά τραγούδια των πανηγυριστών, δηλαδή του κοινού των αγώνων. Ο νικητής των ιερών αγώνων ήταν ιερό πρόσωπο, ένα άτομο που αποσπούσε τη συγκατάβαση των θεών. Ήταν ένας άξιος.
Την ίδια ανάπτυξη γνώρισε και η τέχνη. Περάσαμε από την εποχή των αρχαϊκών ακίνητων κούρων (=το αρσενικό της κόρης) στην αναπαράσταση του σώματος σε διάφορες δραστηριότητες. Από την ανάπτυξη της γλυπτικής καθορίστηκε ο ρόλος του σώματος. Το ωραίο σώμα έγινε πλέον γενικό σύμ­βο­λο του ελληνικού πνεύματος. Πουθε­νά στον κό­σμο το σώμα του ανθρώπου δεν θαυ­μάστηκε όσο στην Ελλάδα. Η αναπαράσταση του θεού ως όντος με άψογα γυμνασμένο σώμα, χωρίς υπερ­βολές που οδηγούν σε υπερτροφίες, είναι μονα­δικό φαι­νόμενο στην παγκόσμιο ιστορία.
Το άψογο αθλητικό σώμα επηρεάζει και τη φιλο­σοφία. Αφού το άγαλμα του θεού εικονίζει τον θεό και ο ανδριάντας εικονίζει τον άνθρωπο, είναι εύ­λογη η αναγωγή του Πλάτωνος κατά την ο­ποία ο κόσμος μας δεν είναι πραγματικός αλλά ομοίωμα, απεικόνιση των αληθινών μορφών.
Πέραν όμως από τον Πλάτωνα, πάνω στη διαλε­κτική σχέση κοινωνίας-ατόμου θεμελιώθηκε όλος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Δεν υπάρχει άλλος πο­λι­τισμός που να έχει το δίπολο κοινωνίας-ατόμου ως θεμελιώδες γνώρισμά του. Έτσι, ο κορυφαίος των φιλοσόφων του 20ου αιώνα, ο Εντμουντ Χού­σερλ γράφει ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός γεννήθηκε με την γένεση της φιλοσο­φίας.
Μια μονομέρεια βέβαια, αφού στην πραγμα­τικότητα γεννήθηκε με τον Όμηρο. Διότι στην Ιλιάδα του Ομήρου, ένα έπος πολεμικό, αυτό που δίνει το τέλος στον πόλεμο είναι η ευστροφία κι όχι η ισχύς, και αυτό που τιμάται περισσότερο από όλες τις αρετές δεν είναι η γενναιότητα αλλά το διαλέγεσθαι. Επιστρέφω στο θέμα μου.
Οι αγώνες ένωσαν τους Έλληνες και τους έκαναν να αισθανθούν ένα έθνος, υπερβαίνοντας τις διακρίσεις, τις οποίες -όπως είναι γνωστό- είχαν.
Δεν θα συνεχίσω εξηγώντας σας πόσα θετικά στοι­χεία οφείλουμε στο αθλητικό πνεύμα και τους Ολυμπιακούς αγώνες. Είστε πολύ καλά ενήμεροι και δεν θέλω να σας κουράσω. Πριν κλείσω όμως, επιτρέψτε μου να σας πω κάτι ακόμη.
Ο θαυμασμός όλων σας προς τους Ολυμπιακούς αγώνες, είναι πολύ σημαντικός. Ωστόσο, θέλω να προσθέσω πόσο σημαντικό είναι η μνήμη  και η απόδοση τιμής.
Η μνήμη της σπουδαίας πράξης και η απόδοση τιμών σε αυτήν δεν είναι απλώς έκφραση θαυμασμού. Είναι μια υπέρβαση του χρόνου, του τετελεσμένου, είναι μια κατάθεση ψυχής που βεβαιώνει πως η σπουδαία πράξη ζει και  αναγνω­ρίζεται ως σημαντική ακόμη  σήμερα.
Είναι μια βεβαίωση δική μας προς όλους εκείνους τους αθλητές ότι αγωνίστηκαν και για μας. Είμαστε εδώ, νοητά εμπρός στους στεφανω­μένους μας, και τους καμαρώνουμε, τους θαυμάζουμε. Ο θαυμασμός μας είναι μια υπόσχεσή μας προς αυτούς ότι όχι, εμείς δεν θα αφήσουμε το στεφάνι της αγριελιάς που φό­ρεσαν να το σπαράξει ο χρόνος, αλλά το ποτί­ζουμε με το σεβασμό μας, και το κρατάμε ζωντανό να μας δείχνει πως ο δρόμος ο δικός τους ανοίγει και τον δικό μας.
Είναι μια πεποίθησή μας πως η ιστορία δεν είναι αυτό που έγινε κάποτε, αλλά αυτό που γίνεται ακόμα, είναι η φλόγα που μας εμπνέει και δίνει στη ζωή μας νόημα.
Αυτή τη φλόγα εύχομαι να κρατήσουμε όλοι μέσα μας και να τη μεταβιβάσουμε ως πολύτιμη κληρονομιά στους νέους μας.